- ληκτικός
- η , όν конечный, последний
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ληκτικός — ή, ό (Α ληκτικός, ή, όν) [λήγω] αυτός ο οποίος βρίσκεται στο τέλος, τελικός, καταληκτικός (α. «ληκτικό σύμφωνο» β. «ληκτικαὶ συλλαβαί», Απολλ. Δύσκ.) αρχ. αυτός που επιφέρει τέρμα σε κάτι («ληκτικὸς ὀδύνης», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
ληκτικά — ληκτικός causing to cease neut nom/voc/acc pl ληκτικά̱ , ληκτικός causing to cease fem nom/voc/acc dual ληκτικά̱ , ληκτικός causing to cease fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληκτικόν — ληκτικός causing to cease masc acc sg ληκτικός causing to cease neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληκτικοῦ — ληκτικός causing to cease masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληκτικῆς — ληκτικός causing to cease fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληκτική — ληκτικός causing to cease fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληκτικήν — ληκτικός causing to cease fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληκτικῶς — ληκτικός causing to cease adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληκτικάς — ληκτικά̱ς , ληκτικός causing to cease fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)